-
1 αναγραφω
1) записывать, переписывать(Σόλωνος νόμους Lys.; ἄ τε χρέ ποιεῖν καὴ ἃ μή Plat.)
ἐν στήλῃ ἀναγραφῆναι Her. — быть записанным на (мемориальном) столбе;ἐν ταῖς συνθήκαις ἀναγεγραμμένος Isocr. — записанный в договорах;τὰς στήλας ἀναγράψαι Lys. — воздвигнуть столбы с надписями, т.е. с таблицами законов;στηλίτην ἀ. τινά Isocr. — написать чьё-л. имя на столбе;т.е. — публично объявить кого-л. вне закона;εὐεργέτης παρ΄ ἐμοὴ ἀναγεγράψει Plat. — я буду считать тебя своим благодетелем2) письменно излагать, писать3) надписывать, озаглавливать4) подробно описывать, обстоятельно излагать(ὑποτυπῶσαι πρῶτον, εἰθ΄ ὕστερον ἀναγράψαι Arst.)
5) тж. med., мат. описывать, чертить(τὸ ὀκτώπουν χωρίον Plat.; τὰς τῆς γῆς περιόδους Arst.)
-
2 προστασσω
атт. προστάττω1) приставлять, ставить впереди или во главеπροσταχθεὴς πέμπταισι πύλαις Aesch. — назначенный защищать пятые ворота;
δορὸς ἐν χειμῶνι προστεταγμένος Soph. — поставленный во главе боевой бури, т.е. стоящий на боевом посту;Γύλιππον προστάξαι ἄρχοντα τοῖς Συρακοσίοις Thuc. — назначить Гилиппа командующим сиракузскими войсками2) причислять, приписывать, относитьπρὸς τοῖσι ἔθνεσι τοὺς πλησιοχώρους π. Her. — отнести (т.е. причислить) к (отдельным) народам (их) ближайших соседей;
στρατηγῷ (τινι) προστεταγμένοι Thuc. — подчиненные тому или иному военачальнику3) тж. med. предписывать, приказывать, поручать(τινί τι Her., Xen., Plat., Arst., реже τινὴ περί τινος Dem.; προσταχθὲν αὐτῷ ἀναγράψαι τοὺς νόμους τοὺς Σόλωνος Lys.)
ὥσπερ προσετάχθησαν Thuc. — как им было приказано;τὸ προσταχθέν, τὸ προστεταγμένον и τὸ προσταχθησόμενον Her., Xen., Soph. — приказ(ание), предписание, поручение;πλείω τῶν ὑπὸ τῆς πόλεως προσταττομένων Lys. — больше, чем предписывается государством;οἱ προστεταγμένοι κατὰ πύστιν Thuc. — получившие приказание о разведке;προστεταγμένοι καιροί NT. — установленные сроки
См. также в других словарях:
λυμαίνω — (AM λυμαίνω) [λύμη] μέσ. λυμαίνομαι επιφέρω όλεθρο, προξενώ φθορά, βλάπτω, καταστρέφω, ρημάζω (α. «οι ληστές λυμαίνονταν την ύπαιθρο» β. «τὴν ἀκρίδα τὴν λυμαινομένην ἡμῶν τοὺς καρπούς», Συνέσ. γ. «οὐχ ὁ θεὸς τὸ σῶμα λυμαίνεται, ἀλλ ἡ νοῡσος»,… … Dictionary of Greek
θεσμός — ο (ΑΜ θεσμός Α και δωρ. τ. τεθμός) το έθος, η συνήθεια, καθετί που καθίσταται κανόνας δικαίου με την παράδοση ή με κοινή συμφωνία νεοελλ. ειδικός οργανισμός, κοινωνικός ή πολιτικός, αναγνωρισμένος από την παράδοση ή από τον νόμο (α. «ο θεσμός τού … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… … Dictionary of Greek
ιδυίοι — ἰδυῑοι, αττ. τ. ἰδῡοι, οἱ (Α) (στους νόμους τού Δράκοντος και τού Σόλωνος) οι μάρτυρες. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. βιδιαίοι] … Dictionary of Greek